Θυρεοειδίτιδα Hashimoto
Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto (ΘΗ) ονομάζεται επίσης χρόνια λεμφοκυτταρική ή αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (AITD). Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1912 από τον Dr. Hakaru Hashimoto του οποίου πήρε το όνομα.
Ανήκει στο φάσμα των χρόνιων αυτοάνοσων νόσων του θυρεοειδούς αδένα και σχετίζεται με την υπολειτουργία του θυρεοειδούς και την παραγωγή θυρεοειδικών αυτοαντισωμάτων, εκ των οποίων τα πιο κοινά είναι τα αντισώματα έναντι της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (TPO-Ab) και τα αντισώματα έναντι της θυρεοσφαιρίνης (Tg-Ab).
Επίσης συχνά παρουσιάζεται και λεμφοκυτταρική διήθηση του θυρεοειδούς αδένα.
Απαιτείται τακτική παρακολούθηση από ενδοκρινολόγο για την σωστή ρύθμιση της λειτουργίας του θυρεοειδούς και την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού εγκαίρως εφόσον χρειαστεί. Στο ιατρείο Care Medic διαγιγνώσκεται, αντιμετωπίζεται και παρακολουθείται αναλόγως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και οι επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει.
Ο επιπολασμός εξαρτάται από την ηλικία (συχνότερα εμφανίζεται μεταξύ 45-55 ετών), το φύλο (4-10 φορές συχνότερα στις γυναίκες από ό, τι στους άνδρες) και τη φυλή (συχνότερα στη λευκή φυλή). Παράγοντες όπως το αλκοόλ, το στρες, η εγκυμοσύνη και η χρήση φαρμακευτικών ουσιών π.χ. ιώδιο, ιντερφερόνη, ανοσορυθμιστικοί παράγοντες όπως το ipilimumab, το pembrolizumab, το nivolumab και το ανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα στο CD52 alemtuzumab μπορεί να προκαλέσουν την ανάπτυξη της νόσου σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα. Ο ακριβής μηχανισμός της προοδευτικής καταστροφής του θυρεοειδούς ιστού δεν είναι ξεκάθαρος. Παρόλα αυτά, θεωρείται ότι η ΘΗ είναι μια διαταραχή της ανοσίας που προκαλείται από την αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται η χορήγηση λεβοθυροξίνης (LT4) εφ’ όρου ζωής, με κατά καιρούς προσαρμογές της δόσης ώστε να επιτευχθούν φυσιολογικά επίπεδα θυρεοτροπίνης (TSH). Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθεί και σελήνιο. Η ΘΗ μπορεί να συνυπάρχει με άλλες παθήσεις που αφορούν σε συγκεκριμένα όργανα (π.χ. κακοήθης αναιμία, λεύκη, κοιλιοκάκη, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, αυτοάνοση ηπατική νόσος, πρωτοπαθής χολική κίρρωση, μυασθένεια gravis, αλωπεκία areata, πολλαπλή σκλήρυνσης, νόσος Addison), αλλά και με συστηματικά νοσήματα (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡA), συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (SLE), σύνδρομο Sjögren, συστηματική σκλήρυνση, μικτή ασθένεια του συνδετικού ιστού).
Η διάγνωση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto τίθεται από τον συνδυασμό κλινικών σημείων, την παρουσία αντισωμάτων στον ορό και το υπερηχογράφημα θυρεοειδούς. Η θυρεοειδική πρόσληψη ραδιενεργού ιωδίου και η κυτταρολογική εξέταση μετά από βιοψία διά λεπτής βελόνης χρησιμοποιείται σπανιότερα.